Γουμένισσα.. ένα ποίημα
Αρχόντισσα, σού χτύπησα την πόρτα δεν ακούς;
Μες τα μεσάνυχτα πληρώ όλα εκείνα που ‘πες
διαβήματα, διατάγματα, νόμους κι απελπισίες
νιων, γέρων, μορφονιών, δίκια και αδικίες.
Μία μαγιά κυκλάμινα χρώματα παιδεμός
μια νύχτα ονειρομάντισσα του φεγγαριού γκρεμός
ποτάμια που ‘συραν ορμή νερά των ξωτικών
άστρα αλαλάζουν μοναξιά και συρφετούς αμνών.
Δέντρα ορκίζονται συρμός, της γης ο πυρετός
άγρια τριαντάφυλλα ευώδιαζαν στο φως
της Παναγιάς το έμβλημα ο τυχερός Χριστός
ασβεστοχώματος εύρημα αιώνων υπαρκτός.
Πέτρα με χρώμα καφετί με ζώνη διαρκή
άνθρωποι ατελείωτοι φεγγάρια βιολετί
ανάσες απροσπέλαστου χρώματος και χροιάς
μέλι κι ελιά τα μόνα μας όπλα της ερημιάς.
Σε μια μεριά καθόμουνα σε βράχο ζωντανό
κρασί αμπέλιαζα στυφό γελώντας ένα μάτσο
χάλκινα άκουγα μακριά με ήχο πληθωρικό
το μαύρο έγνεφα αψηλά του μοναχού το ράσο.
Ψευτονιφάδες χόρευαν με της σιωπής ρυθμό
μπαλέτο ασυγχρόνιστο δερβίσικο χορό
ως κι ο Βαρδάρης πάγωσε κι απόσωσε δουλειά
παρέδωσε το πνεύμα του στης πόλης την καρδιά.
Εκεί όπου στεντόρεια κι αγέρωχη ξαπλώνει
η πέτρινη η τρίαινα του Γάλλου στρατιώτη
φωνή της δίνουν τα νερά ουρλιάζει και κρυώνει
κλαδιά πλατάνου γνέφουνε στον μεθυσμένο πότη.
Σπίτια θεόρατα, κραυγές, ξύλινοι Παρθενώνες
χρώματα τοίχοι χρυσαφί με μπλε μακεδονίζουν
στις εσωτερικές αυλές, φώτα και ανεμώνες
πέτρες κι αμπέλια αγκαλιά ανέμελα σφυρίζουν.
Δρόμοι στενοί κι απόκρημνα ορθώνονται οικίες
πλατείες πιο ιστορικές κι από τα μοναστήρια
νερά παντού και πράσινο αρχέγονες πορείες
κάπου σε κάποιο καφενέ τσουγκρίζουν τα ποτήρια.
Κι άνθρωποι μπόλια ένας σωρός, κομμάτια ευαγγέλια
ανάκατοι σε αναλαμπή των χρόνων της ενάργειας
ξεμένουνε λαλιάς, ξεσπούν σε άγρια γέλια
φάρες κουβάρια αντηχούν κατόπιν μιας ευμάρειας.
Θρύλοι, νεράιδες των νερών ράικο τρανό πιαστήκαν
οι νυχτωσιές αντιλαλούν χάλκινα κι ιστορία
σχολειά θεριά ευεργετών στ’ ουράνια ανεβήκαν
με πρόκριμα και λεβεντιά ελληνική πορεία.
Στενά δρομάκια χαρακιές της μνήμης το στιλέτο
πλίνθος και ξύλο υλικά παντρεύονται γελώντας
καζάνια Οκτώβρη του ντουνιά χειμώνας υποθέτω
σώριασε κρύο, κόπιασε, πόρτες γερά βροντώντας.
Φίλοι γεράνια ατέλειωτα στιγμές θανατηφόρες
παρέες δήλωμα της γης στενά ελπιδοφόρες
μνήμες αστεία μίας γης παλιάς αισθαντικής
πού είσαι αστέρι μου εσύ, ποια νύχτα οδηγείς;
Πού σε ξεπέταξε η ζωή της μοίρας το ποτάμι;
ποιος ουρανός σε χαίρεται, ποια άνομη αγάπη;
ποιοι δρόμοι σε λιμπίζονται και σε πετούν χαράμι
ποιες ούλιτσες ζητούν τα χνάρια σου σατράπη.
Και τα χωριά τριγύρω σου όμοια διαμαντάκια
Οι λάμψεις απ’ το πρίσμα τους στιλέτα στη ματιά
σε φωτοστέφανο στιλπνό, άγρια λουλουδάκια
εικόνα που ευωδίασε, μόνο στην Παναγιά.
Βουνά λαγκάδια αλλοτινά ο Πάνας τα μαγεύει
Του Αλεξάνδρου η ματιά του Βουκεφάλα η χαίτη
Ερωτική η ομορφιά σαλεύει σαγηνεύει
Νερά πλατάνια και δροσιά, φρουμάζει σαν χορεύει.
* Από την ανέκδοτη συλλογή ποιημάτων του Χρήστου Σαμαρά “Ενστάλαξη”