Η “Κωνσταντινούπολις”

Ο Ιωάννης Γαϊτάνος, γόνος της Πόλης, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή άφησε τις πατρογονικές του εστίες και εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Γουμένισσα. Επιδόθηκε στην εξεύρεση εργασίας και αυτή ήταν η λειτουργία καταστήματος. Σε συνεργασία με τον Νικόλαο Ιωαννίδη, όπως πληροφορούμαστε από τον Τύπο της εποχής, οργάνωσαν και λειτούργησαν “..ωραίον εξοχικόν κέντρον …” (“Μακεδονία”, 09.05.1927). Δεν γνωρίζουμε, αν ο συνεταιρισμός ευδοκίμησε, πάντως ο Γαϊτάνος σε κεντρικότατο σημείο της κωμόπολης νοίκιασε κατάστημα, που πάντα λειτουργούσε ως στέκι των κατοίκων, και επιδόθηκε στην οργάνωση του. Το έκανε πραγματικά υπέροχο κατά τις μαρτυρίες των ανθρώπων που το έζησαν. Έγινε το επίκεντρο της τοπικής κοσμικής ζωής. “Στο ερώτημα που θα βγεις, που θα πας”, αν η απάντηση ήταν “στου Γαϊτάνου” προκαλούσε θαυμασμό! Ο καταστηματάρχης με την αρχοντιά του κέρδισε τον κόσμο. Έφερε πολίτικο αέρα στη Γουμένισσα και την επαρχία της. Η πινακίδα του έγραφε:

ΚΑΦΕΖΥΘΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ
“ Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ”
ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΑΪΤΑΝΟΥ

Χρόνο με το χρόνο, είχε όλα τα καλά της εποχής. Η οικογένειά του δημιούργησε συγγενικούς δεσμούς στη νέα Πατρίδα. Στου “Γαϊτάνου”, όπως προτιμούσαν πολλοί να ονομάζουν το κατάστημα, σύχναζαν και οι δημόσιοι υπάλληλοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τότε, από τη νότια Ελλάδα. Αυτό σε αρκετούς επιχώριους και μάλιστα μορφωμένους και ήταν αρκετοί στη κωμόπολη, δεν άρεσε ιδιαίτερα. Είχαν την περιέργεια για το επίπεδο μόρφωσης των τοποθετημένων λειτουργών του Κράτους, στο οποίο είχε ενσωματωθεί η περιοχή πριν δέκα – δεκαπέντε χρόνια, το 1912. Μεταξύ άλλων κατέφθασε νεαρός γεωπόνος με την εντολή να ασχοληθεί με αμπελουργικά θέματα, διότι με τη φυλλοξήρα που προηγήθηκε ο τοπικός αμπελώνας είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές. Οι γνώσεις του δεν εντυπωσίασαν τους συνήθεις καχύποπτους. Ένας εξ αυτών πήρε τρεις ρίζες φυτών, πήγε στο καφενείο το απόβραδο και ενώπιον πολυπληθούς κοινού ρώτησε τον νεαρό επιστήμονα. “Σε παρακαλώ, μπορείς να μου πεις ποιας ποικιλίας είναι τα κλήματα αυτά; Μου τα χάρισαν χωρίς να μου δώσουν πληροφορίες”. Κι εκείνος με την αυτοπεποίθηση του ειδικού, αποφάνθηκε: “Είναι γαλλικές ποικιλίες, θα τις φυτέψετε και θα δούμε το αποτέλεσμα”. Εμβρόντητος ο άλλος φώναξε, για να ακούσουν οι θαμώνες: “Η πρώτη ρίζα είναι πιπεριάς, η δεύτερη ντοματιάς και η τρίτη μελιτζάνας”. Το τι ακολούθησε, μπορεί να το φανταστεί ο καθένας. Αυτό ήταν ένα από τα πολλά που διηγούνταν οι παλαιότεροι για το καφενείο του Γαϊτάνου!

Από την Ανατολική Ρωμυλία στην εξοχή της Γουμένισσας.
Ένας άλλος “πρόσφυξ”, όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ της εποχής, από την Ανατολική Ρωμυλία, ο Ιωάννης Κατσαρός, στην υπό συγκρότηση νέα συνοικία της κωμόπολης, εκείνη των Ανατολικορωμυλιωτών, δημιούργησε χώρο διασκέδασης. Ήταν στη συμβολή των σημερινών οδών Ανατολικής Ρωμυλίας και Άνω Βοδενών. Πέρα από το ισόγειο οίκημα, είχε μεγάλο προαύλιο με δένδρα, όπου “ ….. ευρίσκει τις πάσαν περιποίησιν και υπό τα γλυκόμελα άσματα των αηδόνων αισθάνεται κατά τας νυκτερινάς ώρας θείαν απόλαυσιν…”, σημειώνε ανταποκριτής της εφημερίδας που προαναφέραμε. Ποια ήταν η επωνυμία του καταστήματος δεν το εντοπίσαμε, φωτογραφία όμως της εποχής βεβαιώνει του λόγου το αληθές. Το μαγαζί του Κατσαρού εκτός από εξοχικό κέντρο θριάμβευσε αργότερα, ως ουζάδικο για γεροντάκια και περίοικους. Πέρασε στην ιστορία της Γουμένισσας. Στη συνέχεια το σκέπασε το πέπλο της λήθης, όπως τόσα άλλα. Μάλιστα, εξέλειπε και το επίθετο του ιδιοκτήτη από την τοπική κοινωνία.

Και άλλα “ευπρόσωπα” καφενεία.
Στο δημοσίευμα αναφέρονται και άλλα δυο καφενεία, τα οποία μάλιστα χαρακτηρίζονται “ευπρόσωπα”! Δηλαδή, αξιόλογα, καθαρά, περιποιημένα, όπου άξιζε τον κόπο και το έξοδο να κάτσει κανείς και να απολαύσει, ό,τι επιθυμούσε: καφέ, ουζάκι, τοπικό κρασί, εκλεκτούς μεζέδες, αναψυκτικό της εποχής, βανίλια (υποβρύχιο), “ζύθον”, ακόμη και “αρωματικό λουκουμάκι”
Τα “ευπρόσωπα” καφενεία της δεκαετίας του 1920 ήταν των Γεωργίου Πέτσου και του Ηλία Περπερίδη. Ο πρώτος ήταν γόνος παλιάς οικογένειας του τόπου και ο δεύτερος νέος κάτοικος, ξεριζωμένος από τον Πόντο. Εγκαταστάθηκε στη Γουμένισσα, όπως και άλλοισυμπατριώτες του, και έγινε η νέα τους Πατρίδα.
Ο Γ. Πέτσος σε όλον του τον βίο είχε καφενείο σε ιδιόκτητο ακίνητο, που αργότερα εξελίχθηκε και αναδείχθηκε σε “μικρή βουλή της Γουμένισσας”. Αναλυτές και πολιτικολόγοι, επιδίδονταν σε σχετικού περιεχομένου συζητήσεις, όπου το τελικό συμπέρασμα ήταν, πως συμφωνούσαν, διαφωνώντας. Ο Πέτσος μειλίχιος, νουνεχής ανέλαβε κάποτε και τα ηνία της τοπικής Κοινότητας. Ως Κοινοτάρχης, σε συνδυασμό με τον προαναφερθέντα χαρακτήρα του, έσωσε την κωμόπολη από την οργή των κατοχικών γερμανικών δυνάμεων. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Ο Ηλίας Περπερίδης, μικρός στο δέμας και δραστήριος κατά τις πληροφορίες, εγκαταστάθηκε στα οικήματα και μικροκαταστήματα που υπήρχαν, κάποια υπάρχουν και σήμερα, απέναντι από τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Εκεί, ως εικάζεται λειτούργησε ο Πόντιος ένα από τα “…ευπρόσωπα ..” νέα καφενεία της Γουμένισσας της δεκαετίας του
1920 με πρώτη πελατεία τους Ποντίους. Αργότερα ο κύκλος διευρύνθηκε.

Χρήστος Π. Ίντος